- καυλός
- ο (ΑΜ καυλός)1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.)2. το ανδρικό μόριο3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανοαρχ.1. η θήκη στην οποία εισερχόταν το στέλεχος τού δόρατος («πρὶν ἐν καυλῷ ἐἀγη δολιχόν δόρυ», Ομ. Ιλ.)2. το μετάλλινο μέρος τής λαβής τού ξίφους («ἀμφὶ δὲ καυλὸν φάσγανον ἐρραίσθη», Ομ. Ιλ.)3. ονομασία διαφόρων σωληνοειδών μερών στο σώμα τών ζώων («ὁ τοῡ πτεροῡ καυλός», Πλάτ.)4. ο τράχηλος τής μήτρας («ἡ δ' ἀρχὴ μία καὶ τὸ στόμα ἕν, οἷον καυλὸς σαρκώδης σφόδρα και χονδρώδης», Αριστοτ.)5. η ωοθήκη τής ακρίδας6. είδος λάχανου7. το καλάμι ψαρέματος8. το ορθό στέλεχος μεγάλων λυχνοστατών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kau-l- και συνδέεται με το λατ. caulis «κοτσάνι», το λιθουαν. kaulas «κόκαλο, μηρός» και το μσν. ιρλδ. cuaille «πάσσαλος». Η αρχική σημ. ήταν «κοτσάνι» και εξελίχθηκε μεταφορικά στη σημ. «πέος» όταν η λ. δήλωσε ευφημιστικά το ανδρικό γεννητικό όργανο.ΠΑΡ. καυλί(ον)αρχ.καυλείον, καυληδόν, καυλίας, καυλίζω, καυλικός, καυλίνης, καύλινος, καυλίσκος, καυλώ, καυλώδης, καυλωτόςνεοελλ.καυλώνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό)αρχ.καυλοειδής, καυλοκλυστήρ, καυλοκοπία, καυλομύκητες, καυλοπώλης, καυλοφορώμσν.καυλοκινάρα, καυλοκόπος, καυλοκοπώ, καύλος, καυλοτομώνεοελλ.καυλομαχώ, καυλοράπα, καυλοράπανο(Β' συνθετικό) άκαυλοςαρχ.εννευρόκαυλος, επαλλόκαυλος, επετειόκαυλος, επιγειόκαυλος, επτάκαυλος, ευθύκαυλος, λειόκαυλος, λευκόκαυλος, μακρόκαυλος, μεγαλόκαυλος, μονόκαυλος, νευρόκαυλος, ολιγόκαυλος, ορθόκαυλος, παχύκαυλος, περιαλλόκαυλος, πλαγιόκαυλος, πλατύκαυλος, ποικιλόκαυλος, πολύκαυλος, πορφυρόκαυλος, σκολιόκαυλος, στρογγυλόκαυλος, χαμαίκαυλος].
Dictionary of Greek. 2013.